- ἐνδεητικός
- ἐνδε-ητικός, ή, όν,A deficient,
περὶ τὸ τέλος Vett.Val.15.20
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περὶ τὸ τέλος Vett.Val.15.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνδεητικαί — ἐνδεητικός deficient fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)